- συμβίῳ
- σύμβιοςliving togethermasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβιώ — όω, ΜΑ βλ. συμβιώνω … Dictionary of Greek
συμβιώνω — συμβιῶ, όω, ΝΜΑ (για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ. γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῡν», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για συζύγους) συζώ 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
συμβιωτάριον — τὸ, Α [συμβιῶ] ονομασία ελιξηρίου … Dictionary of Greek
συμβιωτής — ὁ, ΜΑ [συμβιῶ, ώνω] μσν. μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλο («συμβιωτής ἀδελφός») αρχ. 1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.) 2. ευνοούμενος τού βασιλιά ή τού αυτοκράτορα τής Ρώμης 3. μέλος εταιρείας … Dictionary of Greek
συμβιωτικός — ή, ό / συμβιωτικός, ή, όν, ΝΑ [συμβιῶ ( ώνω)] νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («συμβιωτικοί οργανισμοί» οργανισμοί που ανήκουν σε δύο διαφορετικά είδη και οι οποίοι διαβιώνουν από κοινού) αρχ. κατάλληλος για συμβίωση … Dictionary of Greek
φιλοσυμβίωτος — ον, Α 1. αυτός που συμβιώνει με κάποιον φιλικά 2. φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συμβιῶ / ώνω] … Dictionary of Greek
Symbiont — Sym|biọnt [zu gr. συμβιω̃ν = zusammenleben] m; en, en: Lebewesen, das in Symbiose lebt (Zool.) … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke